φιλελευθερία

φιλελευθερία
η
1) свободолюбие; 2) либерализм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φιλελευθερία" в других словарях:

  • φιλελευθερία — η, Ν αγάπη για την ελευθερία, φιλελευθερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλελεύθερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα] …   Dictionary of Greek

  • φιλελευθέριος — ον, Α [φιλελεύθερος] 1. φιλελεύθερος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλελευθέριον φιλελευθερία …   Dictionary of Greek

  • φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • φιλελεύθερος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Αξιολογότερη θεωρείται εκείνη του Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου, η οποία κυκλοφορούσε στην Κεφαλονιά. Ιδρύθηκε το 1849 (Φεβρουάριος, 19) και το τελευταίο της φύλλο είναι της 1ης Οκτωβρίου 1851. * * * η, ο /… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»